- συνεδριάομαι
- Α [συνεδρία](επικ. τ.) συνεδρεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεδριάασθαι — συνεδριάομαι pres inf mp (epic) συνεδριά̱ασθαι , συνεδριάομαι pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)